κ α τ παράπολύ αργά λ α β α πως το φυσιολογικό είναι μια βιολογική επανάσταση της σάρκας έναντια σε ό,τι βρίσκεται μακριά της: καταλάβαινα πάντα αργά τα πράγματα διότι υπήρξα νοητικά καθυστερημένη, ανάπηρη μία παλιάτσος της διαδικτιακής διασποράς: κι όμως εσύ εσύ άντεξες και διέσχισες συνωμοτικά το σκοτάδι για να κουβαλήσεις λάδι, γιαούρτι και εισητήρια. Ορκίστηκες: καθώς τα έδινες πως αυτά είναι μόνο η αρχή κι ότι πρέπει να φανταστούμε να ανατινάσεται η εθνική οδός στη θέση του γιαουρτιού. κ α τ παράπολύ αργά λ α β α μου έλεγες: “επιθυμώ άρα υπάρχω”, εγώ πάλι έβλεπα να ποτίζεται ένα λουλούδι και ονειρευόμουν να ξαποστάσω το κεφάλι μου πάνω στη στάχτη του κόσμου/κι ήταν αλήθεια: πως υπήρξα νοητικά καθυστερημένη κι ανάπηρη, όμως τι σημασία έχει αυτό όταν μου πάνε τόσο πολύ τα καρώ πουκάμισα.
discomfort n' bitterness